- αγκυλόγλωσσος
- ἀγκυλόγλωσσος, -ον (Α)αυτός που πάσχει από αγκυλογλωσσία*, ο βραδύγλωσσος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + γλῶσσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκυλο- — από το επίθετο αγκύλος χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό σε πολλές σύνθετες λέξεις, όπως αγκυλοβλέφαρος, αγκυλόγλωσσος, αγκυλόδους, αγκυλοκοπώ, αγκυλομήτης κ.ά … Dictionary of Greek
αγκύλος — η, ο (Α ἀγκύλος, η, ον) κυρτός, καμπύλος, γαμψός αρχ. 1. (για το ύφος τού λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος β) σαφής, λιτός 2. πονηρός, πανούργος 3. αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀγκ όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek